- μεδιμναῖος
- μεδιμν-αῖος, α, ον,A holding a μέδιμνος, Hsch.:—also [suff] μεδιμν-ιαῖος, α, ον, GDI4990 ([place name] Gortyn).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεδιμναίος — μεδιμναῑος, α, ον (Α) [μέδιμνος] (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει μέγεθος μεδίμνου ή αυτός που χωρεί έναν μέδιμνο … Dictionary of Greek
μεδιμνιαίος — μεδιμνιαίος, α, ον (Α) [μέδιμνος] μεδιμναῑος* … Dictionary of Greek